- άντηρας
- κ. άντζηρας, ο1. πλάκα ή πέτρα που χρησιμοποιείται για την περίφραξη αλωνιού ή μάντρας2. ανάχωμα ή χαντάκι, όριο μεταξύ δύο αγρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντῆρας — ἀνταίρω raise against aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)